Διδάκτορος Α.Π.Θ.
Εισαγωγικά
Η εφηβεία είναι η
ηλικιακή περίοδος του πειραματισμού και της αμφισβήτησης, προκειμένου να
κατακτηθούν βασικοί ψυχοκοινωνικοί στόχοι πριν την έναρξη της ενηλίκου ζωής. Οι
ψυχοκοινωνικοί αυτοί στόχοι είναι η κατάκτηση της αυτονομίας, η θετική εικόνα
εαυτού και η δημιουργία προσωπικής ταυτότητας (καθορισμός επιλογών που
χαρακτηρίζουν το κάθε άτομο). Συνεπώς, η εφηβεία υπήρξε πάντα μία περίοδος
«δύσκολη» για το κοινωνικό περιβάλλον και είναι πραγματικά πολύ εντυπωσιακή και
πάντα σύγχρονη η περιγραφή του Πλάτωνα στην «Πολιτεία», το 427 π.χ.:
«Ο γιoς
αισθάνεται ίσος με τον πατέρα.
Δεν σέβεται καθόλου τους
γονείς του.
Το μόνο που θέλει είναι να
είναι ελεύθερος.
Οι μαθητές προσβάλουν τους
δασκάλους τους.»
Οι σημερινοί
έφηβοι ωστόσο, αντιμετωπίζουν επιπλέον δυσκολίες λόγω των σύγχρονων κοινωνικών
δομών και του τρόπου ζωής (φαινόμενα διαζυγίου και μετανάστευσης, ανεργία,
υπεραπασχόληση γονέων, πίεση από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (Μ.Μ.Ε.),
υπερπληροφόρηση και μεγάλη τεχνολογική ανάπτυξη, διεύρυνση του χάσματος γενεών-
λόγω του ότι οι νέοι υιοθετούν εύκολα τις νέες τεχνολογίες κ.α.).
Η σχέση με τον Θεό
Στην προσπάθεια να λάβει προσωπικό νόημα
και περιεχόμενο η σχέση με τον Θεό ενδέχεται να παρατηρηθεί το παράδοξο
φαινόμενο ο έφηβος να απομακρυνθεί από την μέχρι τότε σχέση του με την
Εκκλησία. Η περίφημη αντιδραστικότητα ως προς τις εκκλησιαστικές συνήθειές του
(εκκλησιασμός, μυστηριακή ζωή, προσευχή, κατηχητικό), η τόσο ενοχλητική
αμφισβήτηση των γονέων του και των θεολόγων καθηγητών σε θέματα πίστης, ο
εμφανώς αμυντικός ορθολογισμός του, δεν αποσκοπούν σε τίποτε άλλο παρά στο να
του παράσχουν την απαιτούμενη ψυχική απόσταση από το θέμα ώστε να διαμορφώσει τις δικές του προϋποθέσεις, να το κάμει δικό του. Ακόμη και όταν
δεν το γνωρίζει ο ίδιος, απώτερος στόχος του είναι να διαμορφώσει προσωπική
ζωντανή σχέση με τον Θεό, αποβάλλοντας όλες εκείνες τις νοσηρές και επιζήμιες
πλευρές της πίστης τις οποίες ενδεχομένως έλαβε. Το πρόβλημα δυστυχώς είναι ότι
αυτές ενδέχεται να κερδίσουν τελικά το παιχνίδι, κρατώντας τον οριστικά μακριά από την πίστη.
Αλλά δεν είναι απαραίτητο να επαναστατεί για να αρνηθεί τα
προβληματικά στοιχεία που του δόθηκαν· η αντίδρασή του μπορεί να είναι απλά μια
φυσιολογική διαδικασία αυτονομίας. «Ακόμη και αν ένας έφηβος μεγάλωνε μέσα σε
μία «τέλεια Εκκλησία», πιθανό να έβρισκε πάλι κάποιο λόγο να «επαναστατήσει»...
Αυτή η απογοήτευση από την Εκκλησία μπορεί να είναι μερικές φορές ένα αναγκαίο
μέρος της ίδιας της αναπτυξιακής διαδικασίας, ειδικά για εκείνους τους εφήβους
που ανατράφηκαν σε χριστιανικές οικογένειες. Στην πραγματικότητα πιστεύεται
πλέον πως μια περίοδος αμφισβήτησης και αμφιβολίας είναι ένα φυσιολογικό τμήμα
της εφηβείας· για κάποιους μάλιστα, αν όχι για όλους, ενδέχεται να είναι
απαραίτητη για να επιτύχουν την πλήρη εξέλιξή τους προς μια ώριμη, προσωπική,
εξωτερικευμένη, και σταθερή πίστη... Αν όμως η αμφισβήτηση αντιμετωπισθεί με
καταδικαστικό τρόπο, ενδέχεται να ωθήσει προς μια κλιμάκωση της συμπεριφοράς
του, μονιμοποίηση των αμφιβολιών του, και εδραίωση της επαναστατικής στάσης
του». Το κρίσιμο ζήτημα δηλαδή είναι πώς θα χειριστούν την εφηβική αμφισβήτηση
οι γονείς και η Εκκλησία εν γένει..
Οι οποίοι χρειάζεται να μην ξεγελαστούν
από τα φαινόμενα. Χαιρόμαστε να νομίζουμε πως ο έφηβός μας θρησκεύει συνειδητά
επειδή αυτό μας κολακεύει. Ο έφηβος που δεν επαναστατεί προς την Εκκλησία,
όμως, καθόλου δεν σημαίνει πως διαθέτει ώριμη πίστη. Ενδέχεται να έχει
καθηλωθεί σε μια συμβατική πίστη και ηθικότητα, ακριβώς όπως μπορεί να συμβεί
αναστολή στην εξέλιξη της ταυτότητας.
Άλλωστε στην εφηβεία λαμβάνει χώρα μια
ρευστοποίηση των ψυχικών αμυνών που είχαν προηγουμένως εγκαθιδρυθεί, με
αποτέλεσμα να επικρατεί άγχος, να νοιώθουν απροστάτευτοι και ευάλωτοι. Έτσι
λοιπόν επιστρατεύουν νέες άμυνες, μερικές φορές σκληρότερες: τη
διανοητικοποίηση, τον ασκητισμό, την ιδεολογία (συνήθως εθνικισμό). Συχνά
πρόκειται για άμυνες που κινητοποιούνται ενάντια στην διάχυση της ταυτότητας.
Όταν λοιπόν χρησιμοποιείται η θρησκευτικότητα ως άμυνα, τότε δεν είναι
αξιόπιστη και συνήθως εξατμίζεται. Στις περιπτώσεις που θα διαρκέσει εφ’ όρου
ζωής σχηματίζει μια πίστη φανατική, επιθετική, σκληροπυρηνική, που αντιτίθεται
σε κάθε αλλαγή.
Η κρίση στην πίστη του εφήβου συχνά είναι
αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Ο Shelton συνοψίζει κάποιες:
-Πίεση από συνομηλίκους: δίνει βαρύτητα στη γνώμη τους ή δεν θέλει
να διαφέρει.
-Θεσμική αλλοτρίωση: η λατρεία τις περισσότερες φορές είναι
απρόσωπη και αφιλόξενη για τους εφήβους, ενώ η οργάνωση της εκκλησιαστικής ζωής
και διοίκησης δεν τους λαμβάνει υπ’ όψιν.
-Αποχωρισμός από τους γονείς: επειδή οι γονείς συνήθως ευθυγραμμίζονται
με τις θεσμικές στάσεις και αξίες, το να πάρει ο έφηβος απόσταση από αυτές
αντανακλά την προσπάθειά του να αποχωριστεί από τη γονεϊκή αυθεντία και να
ανακαλύψει τι ο Θεός σημαίνει γι’ αυτόν.
-Επαναστατικότητα: συχνά έρχεται να βοηθήσει στη διαμόρφωση
ταυτότητος. Τυχόν αρνητική αποδοχή της από τους γονέας δημιουργεί φαύλο κύκλο
και ενισχύει την εφηβική αντίληψη «αυτοί είναι οι δικοί μου οι δρόμοι και δεν
έχω ανάγκη τους δικούς σας».
-Αναζήτηση νοήματος: στα νέα υπαρξιακά ερωτήματα οι παλιές
απαντήσεις δεν επαρκούν και οι μεγάλοι δεν είναι σε θέση να αναβαθμίσουν τις
απαντήσεις τους· απαντούν σε εφήβους όπως θα απαντούσαν σε παιδιά δημοτικού,
κάτι αρκετά συνηθισμένο δυστυχώς.
-Διάψευση και απογοήτευση: η ασυνέπεια πολλών ενηλίκων χριστιανών
προκαλεί θυμό και αποθάρρυνση.
-Προσωπική δυσκολία: συναισθηματικές συγκρούσεις, προσωπικές
ανασφάλειες, προβλήματα προσαρμογής ενδέχεται να δυσχεράνουν μια βαθύτερη
δέσμευση με την πίστη. Αυτοί χρειάζονται μια ποιμαντική που θα αντιμετωπίσει
πρώτα τις προσωπικές τους δυσκολίες.
-Περιβάλλον: η περιρρέουσα κοινωνική και πολιτισμική
ατμόσφαιρα δεν ευνοεί την ουσιαστική και συνεπή σχέση με τον Θεό.
Η ερώτηση είναι μητέρα της μάθησης, κάτι
που πιθανόν πολλοί ενήλικες δεν συνειδητοποίησαν κατά τη δική τους εφηβεία. «Η
αμφιβολία χρειάζεται να αντιμετωπίζεται ως μέρος της νεανικής αναζήτησης για
νόημα και αλήθεια... Είναι σε θέση να ενθαρρύνει την ωρίμανση και όχι να την
καθυστερήσει. Εννοείται πως οι ενήλικες που φροντίζουν ποιμαντικά τους εφήβους
δεν πρέπει να τους γεννούν αχρείαστη αμφιβολία και αρνητικότητα».
Το ζητούμενο στην θρησκευτική αγωγή δεν είναι πάση θυσία το
αποτέλεσμα. Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Εξ άλλου, η αυταρχική αγωγή
μετατρέπεται τελικά στον ασφαλέστερο τρόπο για να μην υπάρξει το επιθυμητό
αποτέλεσμα. «Η καταπίεση εκ μέρους των γονέων μειώνει τις πιθανότητες για
ανάπτυξη προσωπικής ταυτότητας, άρα ενδέχεται να οδηγήσει σε εξωτερικούς
ηθικούς στόχους και όχι εσωτερικοποιημένους. Έφηβοι, όμως, των οποίων οι γονείς
υιοθέτησαν δημοκρατικό τρόπο αγωγής που συνοδευόταν από επικοινωνία, είναι πιο
πιθανό να λάβουν τις δικές τους αποφάσεις και να εξωτερικεύσουν τις αξίες των
γονέων τους».
Όπως τονίζει ο Fuller, «η επαναστατικότητα
των εφήβων συχνά εκφράζεται ως απόρριψη της θρησκευτικής πίστης των γονέων
τους. Άλλοι μπορεί να ανταποκριθούν στα ψυχολογικά αιτήματα του σχηματισμού
ταυτότητας εντασσόμενοι σε μια θρησκευτικά ομολογία ή σέκτα εντελώς διαφορετικά
από εκείνη των γονέων τους, ενώ άλλοι μπορεί να επιβεβαιώσουν τη θρησκεία των
γονέων τους με ιδιαίτερα φανατικό τρόπο... Η αμφιβολία
δεν είναι εχθρός της θρησκευτικής πίστης, αλλά συχνά ο μεγαλύτερος
σύμμαχός της, δεδομένου ότι επωάζει την προσωπική και στοχαστική πίστη».
Είναι η δίψα για προσωπικά νόημα που γεννά
την αντιδραστικότητα, αφού πολλοί έφηβοι μέσα τους έχουν αποδεχθεί τις
υπαρξιακές επιλογές των γονέων τους και επιθυμούν να τις συνεχίσουν, αλλά μη
έχοντας ολοκληρώσει την ψυχική τους ανεξαρτησία αδυνατούν να το πράξουν ώστε να
μη δεχθούν ταπεινωτικό πλήγμα στο αίσθημα ταυτότητας. Η ταυτότητα είναι ώριμη
σε όσο βαθμό έχει φιλοτεχνηθεί από τον ίδιο τον έφηβο, στο μέτρο που αισθάνεται
εγκατεστημένος μέσα της. Στα πλαίσια της αντιδραστικότητας, βέβαια, μπορούμε να
παρατηρήσουμε και τα αντίθετο φαινόμενο: εφήβους που προστρέχουν στην θρησκευτικότητα
σε πείσμα των εναντίων συνθηκών της οικογένειας, μια επιλογή χωρίς διάρκεια συνήθως, ακριβώς γι' αυτό το λόγο.
Μία τέτοια εξέλιξη όμως δεν είναι πάντα ευτυχής. Το θρησκευτικό
φαινόμενο, διεθνώς αλλά και στον τόπο μας, περιλαμβάνει και καταστροφικές
λατρείες (σέκτες), στις οποίες το πρόσωπο αλλοτριώνεται και αχρηστεύεται. Μία
περιπλάνηση σε τέτοιους χώρους ενδέχεται να έχει ως κίνητρο την προσπάθεια
ανεξαρτησίας παρά το τραγικά αντίθετο αποτέλεσμα. Αλλά και μέσα στον
εκκλησιαστικό χώρο ενδέχεται να λάβει χώρα ειδωλοποίηση του πνευματικού, με
συνέπεια ο νέος να μετατραπεί σε άβουλο ακόλουθό του και κάποιες φορές σε
μοναχό/ή χωρίς γνήσια μοναχική κλίση. Το παραπάνω μπορεί να συμβεί, όχι μόνο ως
απόπειρα ψυχολογικής διαφοροποίησης από την οικογένεια, αλλά και ως επιστέγασμα
μιας καθηλωμένης και μη ανεπτυγμένης ψυχικής ταυτότητας κατά την οποία οι
γονείς απλώς αντικαθίστανται από άλλες αυθεντίες.
Με όλα αυτά αντιλαμβανόμαστε την ανάγκη να
κατανοήσουμε όλοι πληρέστερα τις εφηβικές διεργασίες και να αναλάβουμε τις
ευθύνες που μας αναλογούν, έτσι ώστε η μύηση των εφήβων στο μυστήριο της
σωτηρίας και της αγάπης του Θεού να γίνει με τρόπο εποικοδομητικό. Η
αυτοκριτική επανεξέταση της πίστης κληρικών και γονέων, η ανανέωση της
λατρείας, η ελευθερία κατά την αγωγή, η ενσωμάτωση του έρωτα και του προσώπου
στη Θεολογία μας, θα συντελέσουν σε αποτελεσματικότερη ποιμαντική της εφηβείας,
περί της οποίας θα αναφερθούμε και παρακάτω.
Πάντως εκείνο που περιμένει ακόμη την
υλοποίησή του είναι κάτι πρωταρχικό: η δόμηση της Εκκλησίας ως Σώματος, η
φανέρωση του χαρακτήρα της ως κοινότητας. Ακόμη και αν δεν αρκεί η Θεολογία για
να μας πείσει, έχει περισσότερες πιθανότητες για την ποιμαντική των εφήβων. «Ο
εκκλησιασμός είναι κάτι περισσότερο από ένα μεμονωμένο γεγονός στη ζωή του
νέου. Είναι η χειροπιαστή έκφραση της ταύτισής του με μια κοινότητα πίστης. Οι
περισσότεροι τακτικά εκκλησιαζόμενοι έχουν το αίσθημα ότι ανήκουν, ότι τους
γνωρίζουν, τους επιθυμούν, ή ότι «λείπουν» σε κάποιους όταν απουσιάζουν. Πολλοί
βρίσκουν τους καλύτερους φίλους τους στην Εκκλησία και απολαμβάνουν μια αίσθηση
οικογένειας κατά την κοινή λατρεία».